avelo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avelo | aveloj |
αιτιατική | avelon | avelojn |
avelo (eo)
- το φουντούκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avelo | aveloj |
αιτιατική | avelon | avelojn |
avelo (eo)