aventure
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aventure | aventures |
aventure (fr) θηλυκό
- η περιπέτεια
- (μεταφορικά) η ερωτική σχέση με αβέβαιο τέλος
ενικός | πληθυντικός |
aventure | aventures |
aventure (fr) θηλυκό