aventure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aventure aventures

aventure (fr) θηλυκό

  1. η περιπέτεια
  2. (μεταφορικά) η ερωτική σχέση με αβέβαιο τέλος