aventure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aventure | aventures |
aventure (fr) θηλυκό
- η περιπέτεια
- (μεταφορικά) η ερωτική σχέση με αβέβαιο τέλος