aventureiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aventureiro (pt)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aventureiro | aventureiros |
Επίθετο
[επεξεργασία]aventureiro (pt) αρσενικό, aventureira θηλυκό {πληθ. θηλ.:aventureiras)