avers

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
avers avers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avers (fr) αρσενικό

  1. το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ανάγλυφο ένα σχέδιο, ένα πρόσωπο, η « κορόνα »
     συνώνυμα: face, effigie
     αντώνυμα: revers, pile