avert
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | avert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | averts |
αόριστος | averted |
παθητική μετοχή | averted |
ενεργητική μετοχή | averting |
Ρήμα
[επεξεργασία]- αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ, εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη
- αποστρέφω
- ⮡ She averts her eyes.
- Αποστρέφει το βλέμμα της.
- ⮡ She averts her eyes.