averti
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- averti < avertir
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | averti | avertis |
θηλυκό | avertie | averties |
- ce livre doit être lu par un public averti - αυτό το βιβλίο είναι για ένα κοινό που γνωρίζει το θέμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- un homme averti en vaut deux - ένας έμπειρος άνθρωπος αξίζει όσο δύο
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα averti | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | avertas | avertanta | avertata |
αόριστος | avertis | avertinta | avertita |
μέλλοντας | avertos | avertonta | avertota |
υποθετική | avertus | - | - |
προστακτική | avertu | - | - |
averti (eo)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
averti (io)