averti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

averti < avertir

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vɛʁ.ti/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό averti avertis
θηλυκό avertie averties
ce livre doit être lu par un public averti - αυτό το βιβλίο είναι για ένα κοινό που γνωρίζει το θέμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • un homme averti en vaut deux - ένας έμπειρος άνθρωπος αξίζει όσο δύο



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα averti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας avertas avertanta avertata
αόριστος avertis avertinta avertita
μέλλοντας avertos avertonta avertota
υποθετική avertus - -
προστακτική avertu - -

averti (eo)



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

averti (io)