aveuglément
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aveuglément < aveuglement < aveugle
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.vœ.ɡle.mɑ̃/
Επίρρημα[επεξεργασία]
aveuglément (fr)
Δείτε επίσης : aveuglement |
aveuglément (fr)