avili
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avili | avilis |
θηλυκό | avilie | avilies |
Επίθετο
[επεξεργασία]avili (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avili | avilis |
θηλυκό | avilie | avilies |
avili (fr)