Μετάβαση στο περιεχόμενο

avilissement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
avilissement avilissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avilissement (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη avilir