avilissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
avilissement | avilissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]avilissement (fr) αρσενικό
- ο εξευτελισμός, η ατίμωση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη avilir