avogacía
Εμφάνιση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]avogacía < μεσαιωνική λατινική advocatia < λατινική advocatus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.βo.ɣaˈθiɐ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]avogacía (gl) θηλυκό