avoir les mains liées

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

avoir les mains liées → δείτε τις λέξεις avoir, main και lié

Έκφραση[επεξεργασία]

avoir les mains liées (fr)