awe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
awe < μέση αγγλική awȝe
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
awe (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
awe (en)