awesome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
awesome (en)
- που προκαλεί δέος, « φοβερός » , « καταπληκτικός »
- He's awesome, he's good at anything he does.
- Είναι φοβερός, ό,τι και να κάνει, το κάνει καλά.
- He's awesome, he's good at anything he does.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- osm!! (διαδικτυακή αργκό)