axilla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
axilla axiallae / axillas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
axilla < (άμεσο δάνειο) λατινική axilla, υποκοριστικό του ala

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

axilla (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]