axioma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
axioma | axiomas |
axioma (pt) αρσενικό
- (μαθηματικά) το αξίωμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
axioma | axiomas |
axioma (pt) αρσενικό