axiomatic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
axiomatic (en)
- (λογική) αξιωματικός (που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
axiomatic (ro)
- (λογική) αξιωματικός (που είναι σχετικός ή απορρέει από ένα αξίωμα)