Μετάβαση στο περιεχόμενο

axiomatique

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ksjɔ.ma.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
axiomatique axiomatiques

axiomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό