axiome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
axiome | axiomes |
axiome (fr) αρσενικό
- το αξίωμα
ενικός | πληθυντικός |
axiome | axiomes |
axiome (fr) αρσενικό