axungia
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]axungia θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | axungia | axungiae |
γενική | axungiae | axungiārum |
δοτική | axungiae | axungiīs |
αιτιατική | axungiam | axungiās |
κλητική | axungia | axungiae |
αφαιρετική | axungiā | axungiīs |