ayatollah
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| ayatollah | ayatollahs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (en)
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
- (προφορικό) αυθεντία σε οποιοδήποτε θέμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| ayatollah | ayatollahs |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ja.tɔ.la/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (fr) αρσενικό
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
- (μεταφορικά, μειωτικό) ισχυρός υποστηρικτής κάποιου ζητήματος, πρόσωπο που συμπεριφέρεται τυραννικά και δεσποτικά σε ένα συγκεκριμένο θέμα
Δανικά (da)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (da) κοινό
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ja.tolˈla/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (it) αρσενικό άκλιτο
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌaː.jaːˈtɔ.laː/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (nl)
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
- (κατ’ επέκταση) ένας διανοητικός ηγέτης, σημαντική προσωπικότητα
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ayatollah (ro) αρσενικό
- (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ισλαμισμός (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ισλαμισμός (γαλλικά)
- Μεταφορικοί όροι (γαλλικά)
- Μειωτικοί όροι (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (δανικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Ισλαμισμός (δανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ισλαμισμός (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Ισλαμισμός (ολλανδικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)
- Ισλαμισμός (ρουμανικά)