Μετάβαση στο περιεχόμενο

ayatollah

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ayatollah ayatollahs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (en)

  1. (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
  2. (προφορικό) αυθεντία σε οποιοδήποτε θέμα



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ayatollah ayatollahs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ja.tɔ.la/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (fr) αρσενικό

  1. (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ισχυρός υποστηρικτής κάποιου ζητήματος, πρόσωπο που συμπεριφέρεται τυραννικά και δεσποτικά σε ένα συγκεκριμένο θέμα



Δανικά (da)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑjaˈtʌla/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (da) κοινό



Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ja.tolˈla/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (it) αρσενικό άκλιτο



Ολλανδικά (nl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌaː.jaːˈtɔ.laː/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (nl)

  1. (ισλαμισμός) ο αγιατολάχ
  2. (κατ’ επέκταση) ένας διανοητικός ηγέτης, σημαντική προσωπικότητα



Ρουμανικά (ro)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ayatollah (ro) αρσενικό