ayuno
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈʃu.no/ (Αργεντινή) (Ουρουγουάη)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐yu‐no
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| ayuno | ayunos |
ayuno (es) αρσενικό
El ayuno trae múltiples beneficios a la salud, siempre y cuando se realice de la manera correcta. – Η νηστεία προσφέρει πολλαπλά οφέλη στην υγεία, αρκεί να γίνεται με τον σωστό τρόπο.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | ayuno | ayunos |
| θηλυκό | ayuna | ayunas |
ayuno (es) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ayuno (es)
Πηγές
[επεξεργασία]- ayuno - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.