Μετάβαση στο περιεχόμενο

ayuno

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ayunó

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ayuno < λατινική ieiunum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈʝu.no/ (γενική)
ΔΦΑ : /aˈʃu.no/ (Αργεντινή) (Ουρουγουάη)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ayuno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
ayuno ayunos

ayuno (es) αρσενικό

παράδειγμα  El ayuno trae múltiples beneficios a la salud, siempre y cuando se realice de la manera correcta. – Η νηστεία προσφέρει πολλαπλά οφέλη στην υγεία, αρκεί να γίνεται με τον σωστό τρόπο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό ayuno ayunos
θηλυκό ayuna ayunas

ayuno (es) αρσενικό

  1. νηστικός,
    παράδειγμα  Fue ayuna al colegio. – Πήγε στο σχολείο νηστική.
  2. στερημένος,
    παράδειγμα  Vive una vida ayuna llena de alegría. – Ζει μια ζωή στερημένη από χαρές.
  3. ανίδεος,
    παράδειγμα  Se quedó ayuna del discurso. – Έμεινε ανίδεη από τον λόγο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ayuno (es)