bécasseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bécasseau | bécasseaux |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bécasseau (fr) αρσενικό
- το μικρό της μπεκάτσας
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bécasseau | bécasseaux |
bécasseau (fr) αρσενικό