bédéphile
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bédéphile < bédé
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bédéphile | bédéphiles |
bédéphile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) ο τακτικός αναγνώστης των κόμικς