bédéphile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bédéphile < bédé
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bédéphile | bédéphiles |
bédéphile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) ο τακτικός αναγνώστης των κόμικς