béguine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
béguine | béguines |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
béguine (fr) θηλυκό
- (στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες) αχειροτόνητη μοναχή
ενικός | πληθυντικός |
béguine | béguines |
béguine (fr) θηλυκό