bémol
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bémol | bémols |
bémol (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]bémol (fr) αρσενικό άκλιτο
- (μουσική) φθόγγος ή φθογγόσημο που έχει αλλοιωθεί από μια ύφεση