bémol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /be.mɔl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bémol bémols

bémol (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

bémol (fr) αρσενικό άκλιτο


Εκφράσεις

[επεξεργασία]