bémol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bémol | bémols |
bémol (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]bémol (fr) αρσενικό άκλιτο
- (μουσική) φθόγγος ή φθογγόσημο που έχει αλλοιωθεί από μια ύφεση