Μετάβαση στο περιεχόμενο

bénéfice

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bénéfice bénéfices

bénéfice (fr) αρσενικό