bénévolat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bénévolat bénévolats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bénévolat (fr) αρσενικό

  1. η εθελοντική εργασία, χωρίς πληρωμή, για κάποιο κοινό σκοπό
    les membres du Wiktionnaire font du bénévolat
    τα μέλη του Βικιλεξικού κάνουν εθελοντική εργασία

Συγγενικά

[επεξεργασία]