Μετάβαση στο περιεχόμενο

béquille

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
béquille béquilles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

béquille (fr) θηλυκό

  1. η πατερίτσα
  2. (για ποδήλατο ή μοτοσικλέτα) « το πόδι »

Συγγενικά

[επεξεργασία]