béquille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
béquille | béquilles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
béquille (fr) θηλυκό
- η πατερίτσα
- (για ποδήλατο ή μοτοσικλέτα) « το πόδι »
ενικός | πληθυντικός |
béquille | béquilles |
béquille (fr) θηλυκό