bétonnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bétonnage < bétonner

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bétonnage bétonnages

bétonnage (fr) αρσενικό

  1. το τσιμεντάρισμα, η κατασκευή με μπετόν
  2. οικοδομή από μπετόν

Συγγενικά

[επεξεργασία]