bílý
Εμφάνιση
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bílý (cs) αρσενικό
- λευκός, άτομο που ανήκει στη λεγόμενη λευκή φυλή
Επίθετο
[επεξεργασία]bílý (cs)
bílý (cs) αρσενικό
bílý (cs)