bó
Εμφάνιση
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bó (ga) θηλυκό
Σκωτικά γαελικά (gd)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bó (gd)
bó (ga) θηλυκό
bó (gd)