bóg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]bóg (pl) < αρχαιοϊνδική (bhágas)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bóg (pl) αρσενικό
- ο θεός
bóg (pl) < αρχαιοϊνδική (bhágas)
bóg (pl) αρσενικό