bûcheron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: bucheron

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bûcheron bûcherons
θηλυκό bûcheronne bûcheronnes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bûcheron < παλαιά γαλλική boscheron (< bosc)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /byʃ.ʁɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bûcheron (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]