bıçaq
Εμφάνιση
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bıçaq (az)
- το μαχαίρι
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του bıçaq
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | bıçaq | bıçaqlar |
αιτιατική | bıçağı | bıçaqları |
δοτική | bıçağa | bıçaqlara |
τοπική | bıçaqda | bıçaqlarda |
αφαιρετική | bıçaqdan | bıçaqlardan |
γενική | bıçağın | bıçaqların |