baby-sitting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ba.bi⋅si.tiŋ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
baby-sitting | baby-sittings |
baby-sitting (fr) αρσενικό
- το να φυλάει κάποιος νεαρά παιδιά σαν μπέιμπι σίτερ