back down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | back down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backs down |
αόριστος | backed down |
παθητική μετοχή | backed down |
ενεργητική μετοχή | backing down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
back down (en)
- υποχωρώ
- ↪ After a long discussion he backed down and accepted his proposals.
- Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
- ↪ After a long discussion he backed down and accepted his proposals.