Μετάβαση στο περιεχόμενο

backboard

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
backboard backboards

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
backboard < back + board

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

backboard (en)

  • (αθλητισμός) το ταμπλό, τετράγωνο πλαίσιο επάνω στο οποίο προσαρμόζεται το καλάθι του μπάσκετ
      The ball hit the backboard before going into the basket.
    Η μπάλα χτύπησε στο ταμπλό, πριν μπει στο καλάθι.