backport
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]backport (en)
- (πληροφορική) χρησιμοποιώ κώδικα νεώτερης έκδοσης λογισμικού για να βελτιώσω κώδικα προγενέστερης έκδοσης
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]- (ρήμα) port
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
backport στην αγγλική Βικιπαίδεια