Μετάβαση στο περιεχόμενο

badly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός badly
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
badly < bad + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

badly (en)

  1. άσχημα, κακά, χωρίς επιδεξιότητα ή φροντίδα
      He dances very badly.
    Χορεύει πολύ άσχημα.
      This book is badly written.
    Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
  2. άσχημα, κακά, ανεπιτυχώς
      His business is going badly.
    Οι δουλειές του πάνε άσχημα.
      The economic situation is developing very badly.
    Η κατάσταση στην οικονομία εξελίσσεται πολύ άσχημα.
      You did very badly and didn’t send in notice in time.
    Πολύ κακά έκανες και δεν ειδοποίησες έγκαιρα.
  3. άσχημα, φρικτά, άθλια, με τρόπο που δεν είναι σωστός
      He treated him badly.
    Του φέρθηκε άσχημα./Του συμπεριφέρθηκε φρικτά.
      My boss treats me badly.
    Το αφεντικό μου μου συμπεριφέρεται άθλια.
  4. άσχημα, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο σοβαρή είναι μια κατάσταση ή ένα γεγονός
      He was very badly injured.
    Τραυματίστηκε πολύ άσχημα.
      The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
  5. πάρα πολύ, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο θέλω, χρειάζομαι κτλ. κάποιον ή κάτι
      I want it badly.
    Το θέλω πάρα πολύ.
  6. με τρόπο που κάνει τους ανθρώπους να έχουν κακή γνώμη για κάποιον ή κάτι
      Your behavior reflects badly on the school.
    Η συμπεριφορά σου δημιουργεί κακή εικόνα για το σχολείο.
      I think badly of him.
    Έχω κακή γνώμη για αυτόν.
  7. άσχημα, λυπάμαι ή ντρέπομαι για κάτι
      He came to the party uninvited and I felt badly (for him).
    Ήρθε ακάλεστος στο πάρτι μου κι ένιωσα άσχημα.
      I feel badly about what I said.
    Λυπάμαι για ό,τι είπα.
      I feel badly for you.
    Σε λυπάμαι.
      I feel badly that I did it./I feel badly about doing it.
    Ντρέπομαι που το έκανα.
      He feels badly about his behavior.
    Ντρέπεται για το φέρσιμό του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]