Μετάβαση στο περιεχόμενο

baffled

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός baffled
συγκριτικός more baffled
υπερθετικός most baffled

baffled (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

baffled (en)