baffling
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | baffling |
συγκριτικός | more baffling |
υπερθετικός | most baffling |
Επίθετο
[επεξεργασία]baffling (en)
- ακατανόητος, που με κάνει να νιώθω εντελώς μπερδεμένος και ανίκανος να καταλάβω
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]baffling (en)