bafouer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bafouer < μέση γαλλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bafouer (fr)
- χλευάζω
- Les droits de l'Homme sont bafoués dans ce pays. - Τα ανθρώπινα δικαιώματα χλευάζονται σ' αυτή τη χώρα.