bagaso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bagaso | bagasoj |
αιτιατική | bagason | bagasojn |
bagaso (eo)
- ζαχαρότευτλο που έχει περάσει ειδική μηχανή για να αφαιρέσει το χυμό του