bakélite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bakélite | bakélites |
bakélite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bakélite | bakélites |
bakélite (fr) θηλυκό