bakĥanalio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bakĥanalio < bakĥanali- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakĥanalio | bakĥanalioj |
αιτιατική | bakĥanalion | bakĥanaliojn |
bakĥanalio (eo)
- γιορτή αφιερωμένη στον Βάκχο
- όργιο που διεξάγεται με θόρυβο και αταξία