Μετάβαση στο περιεχόμενο

baked-in

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός baked-in
συγκριτικός more baked-in
υπερθετικός most baked-in

baked-in (en)

  1. ενσωματωμένος
     συνώνυμα: built-in
  2. αδιαχώριστος
     συνώνυμα: inseparable