baking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
baking (en)
- το ψήσιμο
Επίθετο[επεξεργασία]
baking (en)
- κατάλληλος για ψήσιμο
- a baking dish - ένα ταψί
- ζεματιστός, που ψήνεται, πολύ ζεστός ( για πρόσωπα, πράγματα και τον καιρό
- I'm baking - ψήνομαι (από τη ζέστη)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
baking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bake