bakterio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakterio | bakterioj |
αιτιατική | bakterion | bakteriojn |
bakterio (eo)
- η βακτηρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakterio | bakterioj |
αιτιατική | bakterion | bakteriojn |
bakterio (eo)