balıkçı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

balıkçı < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بالقجی (balıkcı). Μορφολογικά αναλύεται σε balık (ψάρι) + -çı.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɑɫɯktʃɯ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

balıkçı (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • balıkçı - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • balıkçı -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr