balaclava

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
balaclava balaclavas

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

balaclava (en)

  • η κουκούλα (που καλύπτει και τμήμα του προσώπου)